- μουσειακός
- [мусиакос] ея. музейный
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
μουσειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μουσείο ή έχει κάποιο από τα χαρακτηριστικά του 2. απαρχαιωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek